ανοιχτήρι

ανοιχτήρι
το
ειδικό εργαλείο σε τύπο κλειδιού με το οποίο ανοίγει κανείς φιάλες, κονσέρβες κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανοιχτήρι — το ιού, εργαλείο με το οποίο ανοίγει κανείς ένα κλειστό αντικείμενο: Δώσε μου το ανοιχτήρι ν ανοίξω το κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοικτήριον — ἀνοικτήριον, το (Μ) βλ. ανοιχτήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”